- κρύπτῃ
- κρύπτηςmember of the Spartanmasc dat sg (attic epic ionic)κρύπτωhidepres subj mp 2nd sgκρύπτωhidepres ind mp 2nd sgκρύπτωhidepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυπτῇ — κρυπτή crypt fem dat sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτή — crypt fem nom/voc sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
κρυπτή — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
κρύπτη — η κρυψώνας, κρησφύγετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυπταῖς — κρυπτή crypt fem dat pl κρυπτός hidden fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπταῖσιν — κρυπτή crypt fem dat pl (epic ionic aeolic) κρυπτός hidden fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπταί — κρυπτή crypt fem nom/voc pl κρυπτός hidden fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτᾷ — κρυπτή crypt fem dat sg (doric aeolic) κρυπτός hidden fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτῆς — κρυπτή crypt fem gen sg (attic epic ionic) κρυπτός hidden fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)